γεφύριον

γεφύριον
γεφῡρ-ιον, τό, Dim. of γέφῡρα, Ael.VH8.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεφύριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρίου — γεφύριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρίῳ — γεφύριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφύρια — γεφύριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”